- κατεργάσιμος
- -η, -ο [κατεργάζομαι]αυτός που επιδέχεται κατεργασία, κατάλληλος για κατεργασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επεξεργάσιμος — η, ο που επιδέχεται επεξεργασία, που μπορεί να υποστεί επεξεργασία και τελειοποίηση, ο κατεργάσιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)